ὕπορθος

ὕπορθος
ὕπορθ-ος, ον,
A more or less upright, propped up in bed, Herod. [voice] Med. in Rh.Mus.58.96.
2 τὰν οὖσαν ὕπ[ορ]θον ἐν τὰν Κρυβέλαν (sc. ὁδόν) perh. almost direct to . . ,

Ἀρχ. Ἐφ. 1927

/8.123 (Thessaly, ii B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ύπορθος — ον, Α [ὀρθός] 1. αυτός που είναι ημιόρθιος, που στηρίζεται στο κρεβάτι 2. ο σχεδόν ευθύς …   Dictionary of Greek

  • ὕπορθοι — ὕπορθος more or less upright masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορθός — ή, ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, ή, όν) 1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»). 3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι …   Dictionary of Greek

  • υπορθώ — και ὑφορθῶ, όω, Α [ὕπορθος] ορθώνω κάτι στηρίζοντάς το από κάτω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”